αστιγματισμός

αστιγματισμός
Αλλοίωση της φυσιολογικής διάθλασης των διοπτρικών μέσων του ματιού, που οφείλεται σε ανώμαλη καμπυλότητα μιας διαθλαστικής επιφάνειας του κερατοειδούς ή του φακού. Ο α. παρουσιάζεται πολύ συχνά και μεταβιβάζεται κληρονομικά. Συνήθως παρατηρείται στο ένα μόνο μάτι. Τα άτομα που πάσχουν από α. έχουν ασαφή όραση, εκτός για τα αντικείμενα εκείνα των οποίων τα είδωλα σχηματίζονται πάνω σε μία από τις δύο εστιακές γραμμές του αμφιβληστροειδούς. Ο α. γίνεται συνήθως αντιληπτός κατά τη σχολική περίοδο, τότε που απαιτείται μεγαλύτερη ένταση της όρασης για να μάθουν τα παιδιά γραφή και ανάγνωση. Διορθώνεται με την τοποθέτηση γυαλιών με κυλινδρικούς διορθωτικούς φακούς. Η αστική ανάπτυξη, με τη μορφή της συσσώρευσης εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια μικρή έκταση γης, είναι ουσιαστικά φαινόμενο των τελευταίων 200 ετών. Οι ακτίνες που προέρχονται από το σημείο S προσπίπτουν λοξά ως προς τον κύριο άξονα του οπτικού συστήματος και δεν εστιάζονται σε ένα σημείο αλλά κατά μήκος δύο ευθειών και σε διαφορετική απόσταση από τον φακό.
* * *
ο
έλλειψη συμμετρίας στην κυρτότητα του κερατοειδή χιτώνα του ματιού ή πολύ σπάνια του κρυσταλλοειδή φακού, με αποτέλεσμα την ασάφεια ενός μέρους του ειδώλου που σχηματίζεται στον αμφιβληστροειδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστιγματισμός — ο ανωμαλία στην όραση που διορθώνεται με τους αστιγματικούς φακούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… …   Dictionary of Greek

  • ανεστιότητα — η 1. έλλειψη μόνιμης εστίας 2. ο αστιγματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. ανέστιος Η λ. μαρτυρείται ως ονομασία νόσου των ματιών από το 1893 στον καθηγητή της Οφθαλμολογίας Α. Αναγνωστάκη] …   Dictionary of Greek

  • αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • στιγματισμός — Ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος, που αναφέρεται στο γεγονός ότι σε κάθε σημείο ενός αντικείμενου αντιστοιχεί ένα σημείο του ειδώλου και αντίστροφα. Αν το σύστημα παρουσιάζει σ. για όλα τα σημεία του αντικείμενου (ή αντίστροφα του ειδώλου) τότε… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • απλανητικό — Αντικειμενικό οπτικό σύστημα που είναι ελεύθερο από σφαιρική χρωματική εκτροπή και παραμόρφωση. Αποτελείται από δύο χρωματικούς φακούς τοποθετημένους μπροστά και πίσω από το διάφραγμα. Στο α. ο αστιγματισμός, παρότι ελαττώνεται σημαντικά,… …   Dictionary of Greek

  • αμετρωπία — η (ιατρ.), ονομασία παθήσεων της όρασης (αστιγματισμός, μυωπία κ.ά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”